άγναφος

άγναφος
και -φτος, -η, -ο (Α ἄγναφος, -ον και ἄγναπτος, -ον) [γνάπτω]
(για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκε
νεοελλ.
1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που δεν ασκήθηκε, ο αγύμναστος
αρχ.
ο τύπος άγναπτος, -ον και με τη σημασία ακαθάριστος, άπλυτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄγναφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγναφον — ἄγναφος masc/fem acc sg ἄγναφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνάφου — ἄγναφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνάφους — ἄγναφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγναφα — ἄγναφος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγναπτος — ἄγναπτος, ον (Α) βλ. άγναφος …   Dictionary of Greek

  • άγναφτος — η, ο βλ. άγναφος …   Dictionary of Greek

  • αγναφόπετσο — και πέτσι, το το ατελώς κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγναφος + πετσί] …   Dictionary of Greek

  • σιζεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγναφος» …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԹԱՓ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 14c ա. ἅγναφος, ἅγναπτος a fullone nondum purgatus, rudis ... Ոչ թափեալ ʼի բնիկ խաւոյ. չեւ լուացեալ ʼի թափչաց. նոր. անմաշ. *Ոչ ոք արկանէ կապերտ անթափ ʼի վերայ հնացեալ ձորձոյ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”