- άγναφος
- και -φτος, -η, -ο (Α ἄγναφος, -ον και ἄγναπτος, -ον) [γνάπτω](για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκενεοελλ.1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που δεν ασκήθηκε, ο αγύμναστοςαρχ.ο τύπος άγναπτος, -ον και με τη σημασία ακαθάριστος, άπλυτος.
Dictionary of Greek. 2013.